Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριοτό — Α ήχος κελαηδήματος πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
τοτοβρίξ — Α (κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) μίμηση τής φωνής πουλιού («τριοτό, τριοτό, τοτοβρίξ») … Dictionary of Greek